Εκεί, στο τέλος του δρόμου, εκεί που
στέκεται το λιμάνι, στην ψάθινη καρέκλα του, γέρος πια, να βγάζει τα
καλοκαίρια. Και να χτυπά στα ροζιασμένα του χέρια το κεχριμπάρι, με το πρόσωπό
του να δείχνει πόση ηδονή του πρόσφεραν εκείνα τα ταξίδια ˙ που ξεκινούσαν
πάντοτε, λίγα μέτρα από τη νοτισμένη άσφαλτο που πατούσε.