Σάββατο 16 Μαΐου 2009

TO ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ ΕΓΩ


-->Το κρύο ήταν αφόρητο. Είχε μέρες τώρα που ο υδράργυρος ήταν κολλημένος κάτω από το μηδέν, σαν μικρό πεισματάρικο παιδί που απλά θέλει να γίνει(και θα γίνει ) το δικό του. Η βροχή συνέχιζε να προκαλεί τη μελαγχολία και την ατονία ενός κόσμου που ήδη είχε φτάσει στο ναδίρ προ πολλού και αναζητούσε τρόπους , όχι απόλυτα θεμιτούς αρκετές φορές ,να ξεφύγει από την αφάνεια και την παρακμή που έδειχνε να έρχεται ανελέητη, πρωτόγνωρη και λυσσασμένη. Κάποιοι υπερβάλλοντας σε αίσθημα και φόβο αποφάσισαν να αλλάξουν ακόμα και χώρα πιστεύοντας πως εκεί η κατάρα της δικής τους πατρίδας θα εξορκιστεί και οι ίδιοι θα εξαγνιστούν και θα αναγεννηθούν μέσα από το νέο τους όνειρο.
Όμως φυσικά και δεν ήταν έτσι. Όσοι προσπάθησαν , έζησαν για να διαπιστώσουν ότι καμία ουτοπία πουθενά στον κόσμο δεν θα τους έκανε δεκτούς για αυτό που ήταν ή για αυτό που ήθελαν να γίνουν, πόσο μάλλον γι αυτό που φοβόταν ή αποστρέφονταν.
Αυτοί που έμειναν πίσω μην έχοντας τίποτα άλλο να ελπίζουν επιδόθηκαν στην αμπελοφιλοσοφία και στο κουτσομπολιό. Η κυρά-Μαρία λέει από απέναντι αγόρασε το πανάκριβο περιδέραιο που πάντα ονειρευόταν, χρόνια μάζευε τα λεφτά αυτά για μια ώρα ανάγκης για αυτήν και τα παιδιά της όμως υπό το βάρος των συνθηκών «έλα μωρέ δε βαριέσαι…μια ζωή την έχουμε» και «θα βρουν το δρόμο τους τα παιδιά. Νέα είναι ακόμα. Εμείς στα χρόνια τους τρεις δουλειές». Το άλλο τ’ ακούσατε; Ο μπαρμπα-Γιώργης δίπλα από το μανάβικο έφυγε με καλλονή εικοσιπέντε ετών παρακαλώ! Ναι ναι ο μπαρμπα-Γιώργης! Και δεν του φαινόταν βρε παιδάκι μου…Τι θα πει πού τα βρήκε τα λεφτά; Πούλησε το χωράφι που είχε από τη μάνα του, έδωσε και το παντοπωλείο και μην τον είδατε! Είχε και κάτι οικονομίες στην άκρη. Ήταν προκομμένος ο μπαρμπα-Γιώργης . Τώρα θα είναι αραχτός σε καμιά παραλία
και θα λέει τα αστεία του σε καψαλισμένους ιθαγενείς και χαρούμενους τουρίστες. Αλίμονο σε εμάς που μείναμε πίσω! Α ρε μπαρμπα-Γιώργη με τα αστεία σου! Πιες και κανα κοκτέιλ και για εμάς εδώ…
Και μέσα σε όλα αυτά υπήρχαν και κάποιοι , ελάχιστοι βέβαια αλλά υπήρχαν, που έδειχναν να διασκεδάζουν με όλα αυτά. Με την άγνοια του κόσμου, την αμορφωσιά του, τις προλήψεις και τα πιστεύω του. Ήταν οι άνθρωποι αυτοί ως επί το πλείστον καθημερινοί. Άλλοι μορφωμένοι και σπουδαγμένοι, άλλοι νέοι και χαρούμενοι , γεμάτη ζωή. Ο ανθός της κάθε κοινωνίας που δημιούργησε, κατέκτησε και προχώρησε. Το γρανάζι που επάνω του στηριζόταν όλο εκείνο το σκυλολόι των γυρολόγων και των παλιάτσων που λυμαίνονταν τους μόχθους και τους κόπους των ανυποψίαστων ανθρώπων. Αυτό που οι πολλοί , εξαιτίας της πολυπλοκότητας του, της χαώδους έκτασής του και των ακαταλαβίστικων νόμων του, ονόμαζαν «Σύστημα» ...
Αυτό λοιπόν το «Σύστημα» συχνά γινόταν αποδέκτης ύβρεων . Όλοι το μισούσαν, όλοι το απεχθάνονταν, όλοι αναγνώριζαν σε αυτό όλα τα σφάλματα της κοινωνίας και όλες τις
παραλήψεις της ζωής τους. Όλοι όμως την ίδια ώρα προσπαθούσαν να «τρυπώσουν» μέσα σε αυτό. Κατά ένα περίεργο τρόπο το φοβόταν και χάριν μιας διεστραμμένης συνήθειας που ο χρόνος τους τάιζε από την ώρα που γεννιούνταν, το σέβονταν.
Σεβασμός. Αγνός, καθαρός σεβασμός. Όχι σαν αυτόν που έχεις για την ίδια σου τη μάνα από αγάπη, όχι για τον δάσκαλο που μπαίνει στην αίθουσα και πρέπει να του πεις μια συγχρονισμένη καλημέρα για να του φτιάξεις το κέφι, όχι για τον πελάτη που εξυπηρετείς φορώντας το ψεύτικο χαμόγελο του πωλητή και υποκρινόμενος ότι στ’ αλήθεια και μέσα από την ψυχή σου ενδιαφέρεσαι για το ντύσιμό του. Όχι. Σαν τίποτα από αυτά.
Σεβασμός από φόβο. Από δέος, ταπείνωση και χλευασμό. Από μια αρρωστημένη και αμοιβαία εξάρτηση του ενός από τον άλλο. Πρέπει να σέβεσαι το Σύστημα και τότε κάποια στιγμή ίσως να σε σεβαστεί και αυτό. Αν το περιφρονήσεις θα σε καταβροχθίσει χωρίς ποτέ να καταλάβεις πώς και από πού και θα σε ξεράσει με περισσή αηδία στο περιθώριο μιας κοινωνίας που πλέον θα σε έχει ήδη ξεχάσει . Και τότε χωρίς να βιάζεται καθόλου το Σύστημα θα σε εκδικηθεί. Για αυτό που ήσουν , για αυτό που τόλμησες να κάνεις χωρίς την έγκρισή του, ακόμα και για
αυτό που σκέφτηκες φωναχτά. Θα παρακαλάς να σε συγχωρέσει, θα ικετεύεις με κλάματα και σπαραγμούς όμως θα είναι αργά για σένα. Θα αργοσβήνεις μέρα με τη μέρα εκλιπαρώντας για μια δεύτερη ευκαιρία.
Όχι όμως και εκείνοι οι λιγοστοί. Είχαν βρει τον τρόπο. Αφού δεν μπόρεσαν να γκρεμίσουν το σύστημα, αφού δεν μπόρεσαν να το καταλάβουν αλλά ούτε και να το συνηθίσουν,έγιναν ιός. Επιδημία. Τρύπωσαν μέσα στο Σύστημα, απαρατήρητοι, γεννημένοι ηθοποιοί και άρχισαν να το τρώνε σαν σαράκι. Μια καλημέρα αγνή, ένα χαμόγελο αυθόρμητο, μια ανιδιοτελής εξυπηρέτηση και ο όρκος του καθήκοντος ήταν αρκετά για να κάνουν τα θεμέλια του Συστήματος να τρίζουν. Και όσο περνούσε ο καιρός το κίνημα ολοένα και κέρδιζε έδαφος, ολοένα και μεγάλωνε.
Και εγώ, άπειρος και "άψητος" ακόμη, μην έχοντας δοκιμάσει ποτέ την οργή του Συστήματος, μπήκα ενεργά στο κίνημα. Δεν έχω νιώσει πιο ελεύθερος. Δεν πρόκειται να νιώσω ποτέ ξανά πιο ελεύθερος.
Το σύνθημα έχει δοθεί πολλά χρόνια πριν σε ανυποψίαστο χρόνο, σε ποιήματα, σε συλλογές,σε υπολογιστές και σε προγράμματα εγγραφής κειμένου: "Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία".
Και εγώ τόλμησα. Τόλμησα να μην είμαι βάρος, τόλμησα να βοηθήσω τους άλλους χωρίς αντάλλαγμα, να λέω μια καλημέρα, να χαμογελώ.Και κάτι άρχισε να αλλάζει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου