Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2020

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΜΕΝΕΛΙΚ

 

 
 
1.) Και είδα και λέω και λέω και πιστεύω ό,τι που είδα.

2.) Και είδα ότι όπου να έχουνε παρέλθει τρεις φορές εκατό ζωές ανθρώπων κι όπου να έχει αρχίσει να ξημερώνει η εποχή της Μεγάλης Νύχτας.

3.) Και ήταν καιρός.

4.) Ότι τα παιδιά του ανθρ[ώπου] όπου να έχουν αρχίσει να χάνουνε τα χαρακτηριστικά των.


5.) Και το κορμί των δεμένο την παγωνιά και την υγρασία της νύχτας όπου να έχει αρχίσει να κρουσταλλιάζει κι όπου να μην ξεχωρίζει θερμοκρασία κι όπου τα μάτια των να έχουνε γίνει τυφλά και λευκά και μεγάλα και να μην μπορούν να ιδούν ό,τι να μην μπορ[ούν] να κοιτάξουν.


6.) Κι όπου να τρώνε ο ένας τον άλλο ότι λ[ίγη] η τροφή και οι πόλεις των όπου να έχουν τώρα από του αιώνος παρακ[μάσει].

7) Ότι αέναη η περιπλάνηση κι άσκοπη.

8.) Κι όπου να σήπονται οι νεκυιόντες των έκθετοι υποκάτω του ουρανού τις τρεις φορές γ[εμάτο] το πρόσωπο του Χρυσαυγού και τα όρνια και οι κύνες η σάρκα σφάγιο στο χώμα [κι επικλινής ο Κυνοκέφαλος τη λατρεία του κι ο πριμηκύρης ξεβράκωτος].

9.) Ότι που να μην έχει φαΐ και τα ζωντ[ανά] όπου όσα να έχουν γλιτώσει της καταστροφής να έχουνε μάθει να κρύβουνται και ν’ αποφεύγουνε κακοτοπιές και ενέδ[ρες].

10.) Κι είδα την βλάστηση άγρια όπου να φυτρώνει παντού και το χόρτο πικρό και τα δέντρα που να μην δίνουν καρπό.

11.) Και λίγο που το νερό και λ[άσ]π[η].

12.) Και να βλέπεις το άρρεν όπου να σέρνεται έως του σκώληκος με την κοιλία στο έδαφος κι όπου να σταματώντας τρομόπληκτο και πειναλέο κι όπου να οσμίζεται τον αέρα ηδέως έως του Κτήνους κι όπου να γλείφει τη δρόσο υγρή από τα βρύα και της μ[ούχλ]α[ς] το υπογάστριο.

13.) Κι όπου να μαζεύει το θήλυ στα δέντρα το γάλα του κι όπου να πίνει κι όπου στα τέ[κνα] του να μην δίνει κι όπου να πηδώντας από το κλαδί στο παρακείμενο και να φεύγοντας τις κραυγές τους άναρθρες και τα χέρια την παράκληση υψωμένα κι ανήμπορα.

14.) Ότι το άρρεν ποτέ να μην μένει για πολύ με το θήλυ και το θήλυ να μην αντέχει του άρρενος και να φωνασκεί και να τεκνογονεί μόνο την ιαχή και να γεννούνται τα τέκνα φορές πολλές νεκρά και να σκίζει με τα δόντια σάπια τον πλακούντα του και να βυθίζοντας τα χέρια και άπληστα να τρώει τη σάρκα νέα ζεστή και σπαράσσουσα.

15.) Ότι να μην υπάρχει τροφή.

16.) Και να βουρλίζεται το στομάχι σελέμικο την καρδιά του ανθρώπου.

17.) Κι όπου όσα των γεννημάτων να μεγαλώνουνε να μεγαλώνουν μονήρη και δίχως τεκόντες και οι τεκόντες όπου δίχως γεννήματα και τεκ[όντες].

18.) Κι όπου να μην έχει χώμα κανείς να σπείρει ζωή.

19.) Ότι ο θάνατος που να μεγαλώνει την πέτρα και να μετοικεί η σπορά.

20.) Κι όπου να μαθαίνουνε άπαντες τον εχθρό κι όπου να τρομοκρατώντας ο ένας τον άλλον τη σάρκα εχέμυθη.

21.) Και είδα και λέω εκείν’ όπου είδα: ότι ο Ταύρος στην λίμνη του Ουρανού ν’ ανακινεί με τα κέρατα του το πανάρχαιο Χρυσαυγό. Και ν’ αναταράσσονται της Νύχτας τα ύδατα κι όπου να ξημερώνοντας ανά τρεις νύχτες για τρεις ώρες πρώτη φορά μετά από τρεις φορές εκατό ζωές ανθρώπων.

22.) Και για τρεις ώρες σκιζόταν η Νύχτα στα δύο τελείως και το Χρυσαυγό λευκό έως του διάφανου και στο ανάμεσο ο οφθαλμός του Ηλίου να ψήνει το πρόσωπο της Γης και να εκδικώντας.

23.) Και ο Άρης την Αφροδίτη στα τέσσερα.

24.) Και να φοβήται το θήλυ του πολεμιστή και μάχαιρα μικρή να μουνουχίζοντας πλανήτη.

25.) Και να γυρνώντας τα μάτια η κόρη στη μητέρα θάλασσα εκ θαλάσσης και να ξιφουλκώντας το ύδωρ.

26.) Κι όπου να παίρνει τ’ Αστέρι του δειλινού τα μάτια του απ’ τον κόσμο και να γυρίζοντας παράκληση δυο χέρια τέμενος στη Νύχτα.

27.) Κι όπου να κλείνει η Έσπερος υγρή μητέρα μήτρα κι όπου ν’ ανθίζοντας τον κόσμο έως του όντος το ρόδο υγρό και πεντάλφαδο.

28.) Ότι να κλαίει η σπορά της Ηούς και να ολοφύρεται την πτώση του θήλεος.

29.) Και ήταν καιρός ότι το θήλυ στο θρόνο του κι ο ιδαλγός τη σπορά του και στο χώμα του ο εξόριστος.

30.) Και είδα και λέω και λέω και πιστεύω ό,τι που είδα ότι η κληρονομία σου στη κληρονομία σου κι ο Ήλιος στη χώρα του.


Ζ. Δ. Αϊναλής
"Αποκάλυψις Μενελίκ", 
Η Σιωπή της Σίβας
Βακχικόν, Αθήνα, 2011.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου